- περίδετος
- περίδετος, ον,A bound, θώραξ ταινίαις π. App.Mith.77.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίδετος — bound masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίδετος — η, ο / περίδετος, ον, ΝΑ [περιδέω] δεμένος γύρω γύρω από ή σε κάτι … Dictionary of Greek
περιδέσμιος — ον, Α [περίδεσμος] δεμένος γύρω γύρω, περίδετος … Dictionary of Greek